ἀπρεπῆ

ἀπρεπῆ
ἀπρεπής
unseemly
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀπρεπής
unseemly
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀπρεπής
unseemly
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • нелѣпотьныи — (5*) пр. 1. Безобразный; внушающий отвращение: и повелѣ ѿверьсти позлащена˫а ковчега ѿверзенома же им(а). || люто нѣкоѥ злосмрадьѥ и нелѣпотноѥ ˫ависѧ видѣньѥ. (ἀηδεστοτη) ЖВИ XIV–XV, 24в–г; и сихъ влекуще предъ кнѧземъ поставиша. не плищююща… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αίσυλος — αἴσυλος, ον (Α) απρεπής, ασεβής, κακός (αντίθ. τού αίσιμος*). [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Κατά τον Fraenkel, η λέξη συνδέεται με το επίθ. ἴσος: αἴσυλος= α(F)ίσσυλος < *α Fιδ σFος (=άνισος), οπότε αἴσυλος (ή ἀ(F)ίσσυλος, όπως τό διαβάζει ο… …   Dictionary of Greek

  • αικία — αἰκία, η (Α) 1. προσβλητική διαγωγή, απρεπής συμπεριφορά, προσβολή, εξύβριση 2. άπρεπη μεταχείριση, σωματική κάκωση 3. στον πληθ. αἱ αἰκίαι βασανιστήρια 4. (ως δικαν. όρ.) άδικη επίθεση, βιαιοπραγία στη φρ. «αἰκίας δίκη», ιδιωτική καταγγελία για… …   Dictionary of Greek

  • ασχημοσύνη — η (AM ἀσχημοσύνη) [ασχήμων] 1. άπρεπη, αισχρή συμπεριφορά 2. άσεμνη πράξη 3. έλλειψη ευπρέπειας αρχ. 1. έλλειψη σχήματος ή μορφής 2. παραμόρφωση του προσώπου εξαιτίας μορφασμών που προκαλεί η μεγάλη προσπάθεια ή η ένταση 3. καταισχύνη, ονειδισμός …   Dictionary of Greek

  • κάμωμα — το [καμώνω] (Μ κάμωμα[ν] και κάμουμα) 1. ενέργεια, έργο, πράξη 2. ίδρυση, κατασκευή, φτειάξιμο 3. (ιδίως στον πληθ.) τα καμώματα τα κατορθώματα νεοελλ. 1. (για καρπούς) ωρίμαση, γίνωμα, ωρίμασμα 2. (μτφ., στον πληθ.) τα καμώματα α) πείσματα,… …   Dictionary of Greek

  • κατάκριμα — το (AM κατάκριμα) [κατακρίνω] νεοελλ. μσν. πράξη κακή, παράνομη και άπρεπη μσν. αρχ. καταδίκη, τιμωρία («τὸ μὲν γὰρ κρῑμα ἐξ ἑνὸς εἰς κατάκριμα», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • ξεστομίζω — και ξεστομώ, άω (συν. σχετικά με απρεπή λόγια) βγάζω από το στόμα μου, εκστομίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ στομίζω (αόρ. ἐξ εστόμισα) βλ. λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • περιυβρίζω — ΝΜΑ βρίζω, συμπεριφέρομαι με απρεπή και προσβλητικό τρόπο σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὑβρίζω «προσβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • σοκάρω — (I) Ν 1. προκαλώ δυσάρεστη έκπληξη σε κάποιον με απρεπή λόγο ή με ανάρμοστη πράξη 2. προκαλώ τον αποτροπιασμό 3. παθ. σοκάρομαι α) υφίσταμαι δυσάρεστη έκπληξη από μια ενέργεια ή από ένα γεγονός β) παθαίνω σοκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. choquer]. (II) Ν …   Dictionary of Greek

  • χυδαιόγλωσσος — η, ο, Ν αυτός που χρησιμοποιεί χυδαία, απρεπή γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαίος + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό γλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Χρ. Φιλητά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”